- παρόμοιασμα
- το[παρομοιάζω]1. λάθος στην αναγνώριση ενός προσώπου ή πράγματος εξαιτίας τής ομοιότητάς τους με άλλα2. σύγκριση δύο ή περισσότερων προσώπων ή αντικειμένων και ανεύρεση τών ομοιοτήτων και τών διαφορών τους, παρομοίωση.
Dictionary of Greek. 2013.